- Μάλιγκαν, Τζέρι
- (Gerald Joseph «Gerry» Mulligan, Νέα Υόρκη, 1927 – Κονέκτικατ 1996). Αμερικανός σαξοφωνίστας της τζαζ, συνθέτης και διασκευαστής. Μεγάλωσε στη Φιλαδέλφεια. Αρχικά έπαιζε πιάνο, πριν ασχοληθεί με το σαξόφωνο, πρώτα το άλτο και μετά το βαρύτονο. Το 1946 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και συνεργάστηκε με την ορχήστρα του Τζιν Κρούπα, ως διασκευαστής. Αργότερα (1949) έγινε μέλος της εννεαμελούς ορχήστρας του Μάιλς Ντέιβιντ με την οποία ηχογράφησε ένα άλμπουμ, που όμως κυκλοφόρησε μόνο το 1957. Το 1952 πήγε στο Λος Άντζελες, όπου αυτός και ο τρομπονίστας Τσετ Μέικερ δημιούργησαν ένα πρωτότυπο κουαρτέτο, το οποίο δεν χρησιμοποιούσε πιάνο. Την περίοδο που ακολούθησε, ταυτίστηκε κατά κάποιο τρόπο με την κουλ τζαζ της Δυτικής Ακτής. Το 1960 δημιούργησε μια δεκαμελή ορχήστρα με την οποία περιόδευσε σε ολόκληρο τον κόσμο. Αργότερα διηύθυνε ακόμη μεγαλύτερα σχήματα και συμμετείχε στις περιοδείες του συγκροτήματος του Ντέιβ Μπρούμπεκ. Μερικές από τις πολυάριθμες ηχογραφήσεις του είναι Walking shoes (1952), Revelation (1953), Lady is a tramp (1955), Night lights (1963), Carnegie Hall consert (1974) κ.ά. Πέθανε από μια μετεγχειρητική επιπλοκή. Ο Μ. θεωρείται ο δημοφιλέστερος και ίσως ο σπουδαιότερος βαρυτονίστας της τζαζ, ο οποίος είχε την ικανότητα να δένει τη μουσική του με τους πιο διαφορετικούς ερμηνευτές τόσο της τζαζ και όσο και άλλων μουσικών ειδών. Ως διασκευαστής υπήρξε από τους πρώτους οι οποίοι προσπάθησαν να εμφυσήσουν το πνεύμα του μπιπ μποπ σε μεγάλες ορχήστρες. Ως ερμηνευτής ήταν αδιαμφισβήτητα ο μάγος του βαρύτονου σαξόφωνου, από το οποίο κατάφερνε να αποσπά ελαφρότητα και πλούτο που από μόνο του δεν μπορεί να δώσει το όργανο αυτό. Οι συνθέσεις του, τέλος, δημιούργησαν σχολή στον χώρο της κουλ τζαζ.
Dictionary of Greek. 2013.